- πριονοκορδέλα
- ηταινία μεταλλική με δόντια που χρησιμεύει ως πριόνι, εξάρτημα μηχανικού πριονιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πριονοκορδέλα — η, Ν 1. τεχνολ. μηχανή κοπής ξύλων που κινείται με ηλεκτρική ενέργεια ή με κινητήρα εσωτερικής καύσης ή, παλαιότερα, με υδραυλική ενέργεια (νερόμυλο) και χρησιμοποιεί ως κοπτικό μέσο χαλύβδινη ταινία με οδόντωση και συγκολλημένη στα δύο άκρα της … Dictionary of Greek
πριόνι — Εργαλείο με το οποίο κόβονται διάφορα σκληρά υλικά (ξύλο, μέταλλα, λίθοι κ.ά.). Το π. αποτελείται από ένα χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα σε ευθύγραμμο ή κυκλικό σχήμα ή σε κορδέλα· στην πρώτη περίπτωση μπορεί να κινείται με το χέρι ή με κινητήρα, ενώ… … Dictionary of Greek
κορδελάς — ο, θηλ. ού [κορδέλα] 1. αυτός που κατασκευάζει κορδέλες, κορδελοποιός 2. αυτός που χειρίζεται την πριονοκορδέλα, δηλ. την πριονιστική μηχανή που λειτουργεί με κορδέλα … Dictionary of Greek
πριονοταινία — η, Ν η πριονοκορδέλα … Dictionary of Greek
ταινιωτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αποτελείται από ταινίες 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος σε σχήμα ταινίας («ταινιωτό πριόνι» πριονοκορδέλα) 2. φρ. α) «ταινιωτή αστραπή» (μετεωρ.) σπάνιο είδος αστραπής, η οποία έχει τη μορφή ευρείας φλέβας αντί τής… … Dictionary of Greek